δεσμοφυλαξ

δεσμοφυλαξ
    δεσμοφύλαξ
    δεσμο-φύλαξ
    -ᾰκος (ῠ) ὅ тюремный страж, тюремщик Luc., NT.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "δεσμοφυλαξ" в других словарях:

  • δεσμοφύλαξ — gaoler masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμοφύλαξ — ο βλ. δεσμοφύλακας …   Dictionary of Greek

  • δεσμοφυλάκων — δεσμοφύλαξ gaoler masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμοφύλακα — δεσμοφύλαξ gaoler masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμοφύλακας — δεσμοφύλαξ gaoler masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμοφύλακες — δεσμοφύλαξ gaoler masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμοφύλακι — δεσμοφύλαξ gaoler masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμοφύλακος — δεσμοφύλαξ gaoler masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμοφύλαξι — δεσμοφύλαξ gaoler masc/fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμοφύλαξιν — δεσμοφύλαξ gaoler masc/fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμοφυλακείο — το το οίκημα στο ο ποίο διαμένει ο δεσμοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεσμοφύλαξ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Αγγέλου Βλάχου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»